- κατάστικτος
- -η, -οαυτός που είναι γεμάτος με στίγματα: Τα χέρια του ήταν κατάστικτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατάστικτος — spotted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάστικτος — η, ο (AM κατάστικτος, ον) [καταστίζω] 1. γεμάτος στίγματα, καλυμμένος με στιγμές, με σημάδια, διάστικτος 2. ποικιλόχρωμος, παρδαλός 3. υπερβολικά στολισμένος, καταστολισμένος αρχ. 1. αυτός που έχει το σώμα ή το πρόσωπό του κατάστικτο, γεμάτο από… … Dictionary of Greek
κατάστικτον — κατάστικτος spotted masc/fem acc sg κατάστικτος spotted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστίκτοις — κατάστικτος spotted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστίκτου — κατάστικτος spotted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστίκτους — κατάστικτος spotted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστίκτων — κατάστικτος spotted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστίκτῳ — κατάστικτος spotted masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάστικτα — κατάστικτος spotted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάστικτοι — κατάστικτος spotted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)